ἀλλοτριοφάγος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
devorador de la hacienda ajena, que vive del prójimo, parásito
κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοιS.Fr.329,
πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοιpara no ser llamados parásitos Sud.s.u. βρουμάλια.
κέντρωνες, ἀλλοτριοφάγοιS.Fr.329,
πρὸς τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοιpara no ser llamados parásitos Sud.s.u. βρουμάλια.