ἀλλοτριοπραγμονέω
entrometerse, dedicarse a lo que no es de la competencia de uno
τὸ γὰρ ἀλλοτριοπραγμονεῖν, περιττόνSimp.in Epict.p.51,
ψυχὴν ... ἀλλοτριοπραγμονοῦσανSimp.in Epict.p.113.
τὸ γὰρ ἀλλοτριοπραγμονεῖν, περιττόνSimp.in Epict.p.51,
ψυχὴν ... ἀλλοτριοπραγμονοῦσανSimp.in Epict.p.113.