< ἀλλόμος·
ἀλλοπάθεια >
ἀλλοούσιος
,
-ον
teol.
de otra substancia
υἱὸς ... ὁμοούσιος μοι, οὐκ ἀ.
Gr.Ant.
Bapt
.2.M.88.1873A.