< ἄλλοκα
ἀλλόκοιτος >
ἀλλοκίνητος
,
-ον
fil.
movido por otro
op. αὐτοκίνητος: (ψυχή) οὐκ ἄζων οὐδὲ ἀλλοκίνητον μόνον
Procl.
in Ti
.1.12.22.