ἀλλοεθνής, -ές
I de pers.
1 de otra raza, extranjero
μηδὲ ἀλλοεθνεῖ ... κοινωνίαν γάμου συντίθεσοPh.2.304, cf. 572,
πάντων τῶν ἀλλοεθνῶν φοβούμενωνD.S.2.37,
μετοίκους ἀλλοεθνεῖςI.AI 9.291, cf. AI 19.330,
καίπερ ἀλλοεθνεῖς ὄντεςD.C.37.17.1, cf. Artem.2.68, Vett.Val.226.14,
Ῥαμέστης ... τοὺς ἀλλοεθνεῖς νικήσαςHermapio 1,
τὸ πρὸς τοὺς ἀλλοεθνεῖς πιστὸν ἐπιδείξασθαιmostrarse leal a los aliados extranjeros I.BI 2.467.
2 subst. τὸ ἀ. variedad de razas
τὰ γὰρ λεγόμενα ἄσημά σφισι διά τε τὸ ἀλλοεθνέςpues lo que se decía (resultaba) incomprensible para ellos dada la variedad de razas D.C.41.60.6.
II no de pers. de extranjeros
σκυλμοίLXX 3Ma.4.6
•c. πόλεμος contra enemigo extranjero
στρατηγία μεγάλων πολέμων ἐγχωρίων τε καὶ ἀ.Nic.Dam.Vit.Caes.2, cf. D.H.5.5.