ἀλλοδημία, -ας, ἡ
• Alolema(s): dór. -δᾱμία B.18.37; jón. -δημίη Hp.Int.48
1 tierra extraña, el extranjero
στείχειν ἔμπορον οἷ' ἀλάταν ἐπ' ἀλλοδαμίανB.l.c.,
χωρισθέντος μου εἰς ἀλλοδημίαν περὶ ἀναγκαίων πραγμάτωνPTeb.50.9 (II a.C.),
ἐν ἀλλοδημίᾳPl.Lg.954e, BGU 1255.5 (I a.C.), D.C.54.19.3
•frec. c. prep. en el extranjero, de viaje
ἡ νοῦσος προσπίπτει μάλιστα ἐν ἀλλοδημίῃHp.l.c.,
καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημ[ίαςPhld.Mort.26.12,
ἐν ἀλλοδαμίαις τότε τυχόντεςestando fuera, de viaje Iambl.VP 35.
2 gente forastera
ἀλλοδημίας μεστήνPoll.9.21.