ἀλλογενής, -ές


I 1de otra raza, extraño πλησίον ἀλλογενῶν SB 6235.6, ἀλλογενείς καὶ ὀθνείους Agath.4.5.3
esp. entre los hebreos gentil μη]θένα ἀλλ[ογενῆ εἰσπορεύεσθαι ἐν]τὸς τοῦ π[ερὶ τὸ ἱερόν τρυφάκ]του καὶ [περιβόλου SEG 8.169 (Jerusalén), cf. LXX Ge.17.27, Ex.12.43, del buen samaritano Eu.Luc.17.18, cf. Iust.Phil.Dial.10.3, Origenes Fr.53 in Io. (p.527.2), τὴν χαλδαΐζουσαν ἀλλογενῆ ... γλῶτταν Ph.1.645, cf. 2.231, I.BI 2.417.

2 de plantas de otra variedad οὐ κατὰ εἶδος ἕκαστον κεχώρισται τῶν ἀλλογενῶν Clem.Al.Strom.6.1.2.

II 1diferente, extraño, ajeno c. gen., del espíritu ἀλλογενής δὲ σαρκός Nonn.Par.Eu.Io.6.63
τῶν ἀμφοτέρων τούτων ὀνομασιῶν πρὸς τὰ ἀ. ὀνόματα μὴ δυναμένων ἐξισοῦσθαι Epiph.Const.Haer.76.34.

2 extraño, raro de ciertos libros gnósticos, Epiph.Const.Haer.39.5.