ἀλληλοφονία, -ας, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀλλᾱλ- Pi.O.2.42
matanza mutua frec. guerra fratricida o civil
Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονία γένος ἀρήϊονPi.O.2.42,
συνεχής ἀλληλοφονίαPhilipp.Perg.1,
τῇ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῇ τῶν ἀλλοτρίων ἀ. ἔχαιρενD.C.77.12.2a,
τὸ τῆς ἀλληλοφονίας ἔπαυσαν ἄγριονCorp.Herm.Fr.23.65, cf. Them.Or.6.74b.