< ἀλληλομαχία
ἀλληλομολογία >
ἀλληλομισέω
odiarse mutuamente
σὺ ἐποίησας τοὺς ἀνθρώπους ἀλληλοφιλεῖν καὶ ἀλληλομισεῖν
PMag
.5.108
•
v. med. mismo sent.
POxy
.2343.21 (III a.C.).