< ἀλληλοανάδοχος
ἀλληλοβόροι >
ἀλληλοβασία
,
-ας, ἡ
trato recíproco
e.d. homosexual
ἀπέχεσθαι ... ἀλληλοβασίας ... ἡ ... ἀπαγόρευσις παρῄνεσεν
Clem.Al.
Paed
.2.10.88.