ἀλληλανάδοχος, -ον
• Alolema(s): ἀλληλοανάδοχος PNess.3.26.7 (VI a.C.)


mutuo fiador ὁμολογοῦμεν ἀλληλ]έγγυοι ὄντες καὶ ἀ. PLond.994.1 (VI a.C.), ἀμφοτέρων ἀλληλαναδόχ(ων) PHamb.23.6 (VI a.C.), dud. en PLond.1661.19 (VI a.C.).