ἀλλαξιμάριον, -ου, τό
• Alolema(s): ἀλαξαμάρνιον PMasp.6.ue.66 (VI a.C.)
• Grafía: graf. ἀλαξιμάρια Stud.Pal.20.245.25 (VI a.C.)


muda ἀ. ἕν, καὶ σάβανον ἕν PMasp.l.c., cf. Stud.Pal.l.c.