< ἀλλαντοπωλέω
ἀλλάξ >
ἀλλαντοπώλης
,
-ου, ὁ
morcillero
Ar.
Eq
.143, 144,
τοῖς λοιποῖς [ἀλ]λαντοπώλαις
PHib
.259.6 (III a.C.), cf. Procop.
Pers
.1.26.