< ἀλλαντοειδής
ἀλλαντοπωλέω >
ἀλλαντοποιός
,
-οῦ, ὁ
morcillero
Αἰσχίνης Χαρίνου ἀλλαντοποιοῦ
D.L.2.60, cf. Hsch.Mil.7A3M.