< Ἀλίστα
ἁλιστέφᾰνος >
ἀλιστάστως
adv.
inexorablemente
ἔμελλές με ἀ. ἐκβαλεῖν
PIand
.97.22 (III d.C.) en
BL
9.112.
• Etimología:
Cf. ἄλλιστος, λίσσομαι.