< ἀλίπαντος
ἁλίπαστος >
ἀλιπαρής
,
-ές
magro
στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα
Cyr.Al.M.69.136C,
ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά
Hsch.