< ἀλητούργητος
ἀλήτωρ >
ἀλητύς
,
-ύος, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
vagabundeo
,
vagar errante
Call.
Fr
.10,
ἀλλοτρίης γαίης καὶ ἀλητύος ἱμείροντες
Man.3.379.