< Ἀλημονίδης
ἀλῆναι >
ἀλημοσύνη
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
correría
,
vagabundeo
D.P.716, Man.4.34
•
en plu. A.R.2.1260 (cód., pero cf. δαημοσύνη), Man.6.226.