ἀληθῐνός, -ή, -όν
• Alolema(s): dór. ἀλᾱθῐνός Theoc.13.15
• Prosodia: [ᾰ-]
I
τοῦ γὰρ ἐόντος ἀληθινοῦ κρεῖσσον οὐδένMeliss.B 8.5,
ἡγεμὼν ἀ.Isoc.15.206,
ἀ. ἄρχωνPl.R.347d,
πρίν ... ἄν ... ἀληθινῆς φιλοσοφίας ἀληθινὸς ἔρως ἐμπέσῃPl.R.499c,
ἀ. φιλόσοφοςPHamb.37.6 (II d.C.),
εἰ ... ἐπιδεικνύς τε ... καὶ πορφυρίδας ἐξιτήλους φαίην ἀληθινὰς εἶναι;X.Oec.10.3, cf. DP 24.6, de estatuas
ὁμοιότερά τε τοῖς ἀληθινοῖς καὶ πιθανώτερα ποιεῖς φαίνεσθαι;¿las haces parecer más auténticas y más convincentes? X.Mem.3.10.7,
συμμάχων δ' εἶναι καὶ φίλων ἀληθινῶν ἐν τοῖς τοιούτοις καιροῖς παρεῖναιes propio de los aliados y de los amigos de verdad acudir en tales ocasiones D.9.12,
τὸ ἀληθινὸν αἰδοῖονla verdadera vulva Arist.HA 579b26,
οἱ δ' ἐπὶ μέρους ἀληθινώτεροιlos principios particulares son más verdaderos Arist.EN 1107a31,
διαφέρουσιν ... τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης τῶν ἀληθινῶνse distinguen las cosas pintadas de los modelos de verdad Arist.Pol.1281b12,
ἰχθύες ἀληθινοίpescado de verdad Amphis 26, cf.
κάραβος ἀ.Macho 29,
χάλκεόν νιν ἀντ' ἀλαθινοῦ ... ἀνέθηκανTheoc.Ep.18.3,
ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβῆναιconvertirse en hombre de verdad Theoc.13.15,
τὸ δ' οὐχὶ φάσμ'] ἔστ', ἀλλὰ παῖς ἀληθινήMen.Phasm.9, cf. Fr.64.5,
παράβολος ὁ λόγος ... ἀλλ' ἀληθινόςMen.Sam.329,
(ἡ ἱστορία) κριτὰς ἀληθινοὺς ἀποτελεῖPlb.1.35.10,
φόβος ἀληθινόςPlb.3.75.8,
ἁμάρτημαD.C.46.5.3,
σὺ τυγχάνεις Αἰγύπτιος ἀληθινός;Ps.Callisth.4.6, cf. PGiss.Lit.6.3.27 (III d.C.),
ἀ. ὁ λόγοςLXX 2Pa.9.5,
δέδωκα ἀποδείξεις ἀληθινάςhe dado explicaciones ajustadas a la verdad, BGU 1141.12 (I a.C.), cf. PPetr.2.19.1a.6 (III a.C.),
τὰ τροπικῶς εἰρημένα εἰς τὰ ἀληθινὰ λαμβάνουσιtoman por verdadero lo dicho figuradamente Epiph.Const.Anc.43
•esp. de Dios verdadero
ἱκετεύειν τὸν ἀληθινὸν θεόνPh.2.599, cf. POxy.925.2 (V/VI d.C.), Corinth 8(3).508.1 (V/VI d.C.), de la iglesia IGChEg.481 (biz.)
•c. otras trad.
ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοιlos hombres malos son opuestos a los veraces Heraclit.B 133,
τὴν ὑπ' Ἀριστοτέλους παραδιδομένην ἱστορίαν περὶ τῆς ἀποικίας ἀληθινωτέραν εἶναι συμβαίνειla versión aristotélica de la colonización resulta más verídica Plb.12.5.4,
ἄμπελος ... ἀ.una viña legítima LXX Ie.2.21,
ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτοςde las personas veraces llenará la boca de risa LXX Ib.8.21.
2 teñido con púrpura auténtica, genuina
ἐκ τῆς σχῆμαIo.Mal.Chron.M.97.101C,
στηθάριονib.612B.
II adv. -ῶς
1 sincera, lealmente
οὐκ ἀληθινῶς, ἀλλὰ καταπεπλασμένωςno de manera sincera, sino artificiosa Isoc.6.98,
ἀπλάστως καὶ ἀ.IEryth.31.17 (III a.C.).
2 real, verdaderamente
οὐ γλίσχρως ἀλλ' ἀληθινῶςIsoc.5.142,
εἴτε ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα εἴτε καὶ ζῶντα ἀ.Pl.Ti.19b,
ἀ. τοῖς στόμασι φιλοῦντεςX.Smp.9.5,
ὁ ἀ. δημοτικόςArist.Pol.1320a33,
πεπαιδευμένος ἀ.LXX Si.42.8.