< ἀληθογνωσία
ἀληθολογία >
ἀληθοεπής
,
-ές
• Prosodia:
[ᾰ]
de pers.
veraz
,
sincero
ἀ. καὶ ἐτήτυμος
IStratonikeia
1201.5 (imper.), cf.
SHell
.991.70, Hsch.