ἀληθινολογία, -ας, ἡ


1 veracidad Plb.12.26d.1.

2 estudio de la verdad ἔστιν ἡ ἐτυμολογία ὡς ἄν εἴποι τις ἀ. Sch.D.T.471.1, cf. EM 388.9G.; cf. ἀληθολογία.