< ἀλευρητικός
ἀλεύρινος >
ἀλεύριν
,
-ίου, τό
harina
,
αἴρας
Gloss.Bot.Gr
.452.24,
ὀροβίου
Hippiatr.Lugd
.31, cf. 35,
An.Boiss
.4.405.762.