ἀλεωρά, -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. -ρή Il.12.57, A.R.1.694, Opp.H.1.790; acent. ἀλεώρα Arist.GA 754b8
• Prosodia: [ᾰ-]
1 defensa, protección, abrigo, refugio c. gen. obj.
δηΐων ἀνδρῶνIl.l.c., 15.533,
λιμοῦHes.Op.404,
βελέωνAr.V.615,
οἴχετ' ἦμιν ἠ ἀλεωρὴ τῆς πόλιοςse nos ha ido la protección de la ciudad Herod.2.25
•c. dat.
τὸ ὄστρακον τοῖς ᾠοῖς ἀ.Arist.GA 754b8
•c. otras constr.
περὶ τὸ σῶμα ἀ.Arist.PA 687a30,
περὶ τοὺς ἱέρακαςArist.HA 613b11
•abs. A.R.4.1045, Opp.H.1.790,
ἀλεωρὰν παρέχεινHp.Praec.7, cf. D.S.3.34.
2 escapatoria, fuga
οὔτε φόβου μεμνημένον οὔτ' ἀλεωρῆςIl.24.216,
οὔτι κακῶν ἄκος οὔτ' ἀ.Opp.H.2.271,
ὡς καὶ αὐτοί τινα ἀλεωρὴν εὑρήσονταιHdt.9.6, cf. I.AI 18.147.