< ἀλε[υρό]πωλις
ἀλευροῦντες >
ἀλευρότ(τ)ησις
,
-εως, ἡ
1
cedazo
Poll.6.74,
AB
382, Hsch.s.u.
δίαττος
.
2
flor de harina
,
harina cernida
Sud.