< ἀλεύρινος
ἀλευροδόχος >
ἀλευρίτης
,
-ου
de harina de trigo
ἄρτος
Diph.Siph. en Ath.115d, Philistio 9,
πυροί
Ath.Med. en Orib.1.2.2.