ἀλευροποιέω


moler el cereal, hacer harina ἀλευροποιήσομεν καὶ ἀρτοποιήσομεν POxy.1454.9 (II d.C.), ἐπὶ τῆς μύλης σῖτον ἢ κριθὴν ἀ. EM α 830, cf. Et.Gen.α 448, Et.Sym.α 513.