< ἀλετρεύω
Ἀλέτριον >
ἀλετρίβᾰνος
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[ᾰλετρῑ-]
mano de almirez
Ar.
Pax
259, 269, 282; cf. ἀλατρίβανος, ἁλοτρίβανος.
• Etimología:
¿De ἀλετροτρίβανος?