ἀλεξῐφάρμᾰκος, -ον


1 curativo, lenitivo c. gen. ἀλεξιφάρμακα μανίης ἄνθη Hp.Ep.10, fig. ἀλεξιφάρμακον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων καθιεὶς λόγον Longin.16.2.

2 subst. τὸ ἀ. remedio c. gen. τῶν ἄλλων λόγων Pl.Lg.957d, πλήθους καὶ τόλμης μεταφορῶν ἀ. Longin.32.4
c. prep. πρὸς ταῦτα πάντα ἀλεξιφάρμακον ἔχων καλόν Muson.17
de tipo mágico conjuro τὴν μαγευτικὴν τὴν περὶ τὰ ἀλεξιφάρμακα Pl.Plt.280d, Ἐφέσια ἀλεξιφάρμακα Men.Fr.274
medic. gener. remedio τοῦ λοιμοῦ Luc.Alex.36
antídoto, contraveneno Thphr.HP 9.15.7, D.C.37.13.2, Ἀλεξιφάρμακα Los Antídotos tít. de una obra de Nicandro, Hdn.Gr.2.494.

3 τριπόλιον Aster tripolium e.e. tripoleo Plin.HN 21.146.