< Ἀλεξίας
Ἀλεξῐβιάδας >
ἀλεξῐβέλεμνος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que libra de los dardos
χιτὼν ἀ. ἀπὸ στέρνοιο
AP
6.81 (Paul.Sil.).