ἀλεξίπονος, -ον
• Prosodia: [ᾰλεξῐ-]


que libra del sufrimiento θεός de Asclepio, S.Pae.1(b).(1).1, Ἀσκληπιῷ καὶ Ὑγείᾳ καὶ Τελεσφόρῳ ἀλεξιπόνοις IG 42.472 (II a.C.?), σοφία Maced.Paean 12, λουτρόν SEG 33.773 (Ostia IV d.C.).