< Ἀλεξίμαχος
ἀλεξίμορος >
ἀλεξίμβροτος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que salva a los mortales
λόγχα
Pi.
N
.8.30,
πομπαί
Pi.
P
.5.91.