< Ἀλεξάνδρα
Ἀλεξάνδρεια >
ἀλεξάνδρεια
,
-ας, ἡ
bot. otro n. de la planta δανάη tb. llamada χαμαιδάφνη, ἐπιφυλλάκανθον y φυλλόκαρπος prob.
laurel alejandrino
,
Ruscus hypophyllum
L.
, St.Byz.s.u.
Ἀλεξάνδρειαι
.