< Ἀλεξιανός
ἀλεξιάρης· >
ἀλεξιάρη
,
-ης
• Prosodia:
[ᾰλεξιᾰ-]
que conjura el maleficio
νειός
Hes.
Op
.464,
ῥάμνος
Nic.
Th
.861,
γῆ
Sud.