ἀλεξητήριος, -α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Gal.11.761, 762, 767]


I salvador, defensor, protector Ζεύς A.Th.8, de la clava de Heracles ξύλον E.HF 470, χείρ Lyr.Adesp. en PAnt.115(a).14, δύναμις Gal.11.761, 762, αἱ ἀλεξητήριοι ἀντίδοτοι Gal.11.767, ἀλεξητήρια λύσσης φάρμακα Nonn.D.9.288.

II subst. τὸ ἀ.

1 protección, salvaguarda Gorg.B 11(16), ὄρη ... ὑετῶν ... ἀλεξητήρια Aristid.Or.43.11, τὰ πρὸς χειμῶνας καὶ καύματα ἀ. Pl.Plt.279d, τὰ ὦτα πρὸ τῶν ὀμμάτων X.Eq.5.6
conjuro τῆς δηλήσεως contra la destrucción Thphr.HP 7.13.4.

2 remedio Hp.Acut.54, Mul.1.16, ἀ. νούσων Nic.Th.7, cf. IG 92.807.3 (Corcira II d.C.), Gal.7.6, 12.35
antídoto εἴ τις ἔτι κατὰ τὴν κοιλίαν ὄντος τοῦ θανασίμου φαρμάκου πίοι τὸ ἀ. Gal.12.174.