ἀλεεινός, -ή, -όν


I 1soleado, calentado por el sol, caliente de Libia χώρη Hdt.2.25, Arist.Mete.348a19, Str.3.2.13, τῶν νήσων ... αἱ δὲ πόντιαι ἀλεεινότεραι Hp.Vict.2.37, ἀλεεινότατος ἄνεμός ἐστιν Arist.Mete.358a30, τόπος ἀλεεινότερος Arist.Mete.347a21, ὧραι Arist.Mete.348b6, Philostr.VA 2.19, ἡμέραι Arist.Mete.348b9, ὕδωρ Arist.HA 503a13, αἱ στενοχωρίαι ἀλεεινότεραι Arist.Pr.939b24, ἀλεεινὸν ἦν ἡ χιών la nieve era caliente X.An.4.4.11.

2 subst. neutr. calor τοῦ μὲν γὰρ χειμῶνος ἐστιν ἀλεεινά X.Cyn.10.6, τῷ ψυχρῷ καὶ τῷ θερμῷ καὶ ἀλεεινῷ τῶν πνευμάτων Arist.Mete.364a23.

II adv. -ῶς con sol Poll.5.111.