ἀλεαίνω
1 calentar
πόδαςHp.Epid.5.57, cf. Mul.1.54, 2.124,
αὐτούςAmynt.3,
ἑαυτόνAel.VH 9.30,
τὸν ἀέραPh.1.428, cf. Anon.Lond.38.27, Aret.CA 1.1.10, S.E.P.3.179
•en v. pas.
θερομένη καὶ ἀλεαινομένη (ἡ γῆ)Archel.Phil.B 1a.
2 intr. calentarse Ar.Ec.540, Arist.PA 656a22, Men.Fr.892, Diocl.Fr.182
•v. med. mismo sent.
ἀὴρ ἀλεαινόμενος καὶ ψυχόμενοςPh.1.155.