ἀλδήσκω
• Alolema(s): ἀλδῄσκω Eratosth.16.17
• Grafía: graf. ἀλδίσκω Sch.Clem.Al.Paed.259.23 (p.338.15)


1 crecer, aumentar ληΐου ἀλδήσκοντος Il.23.599, cf. Damocr. en Gal.14.101, Opp.C.1.318, Sch.Clem.Al.l.c.

2 fact. hacer crecer, criar λήϊον ἀλδήσκουσιν Theoc.17.78, ὄμπνιον ἀλδῄσκουσαι καρπὸν Ἐλευσίνης Δημήτερος Eratosth.l.c., τηλυγέτη<ν> με τοκῆες ἀνέτρεφον ἀλδήσκοντες IG 10(2).2.382.4 (Licnido II d.C.).