ἀλγηδών, -όνος, ἡ
1 dolor
τὰς πρὸς κληῖδα περαινούσας ἀλγηδόναςHp.Acut.22, cf. Liqu.2, Mul.1.91,
πικράE.Fr.908.2,
ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδώνPl.R.413b, LXX 2Ma.9.9,
πόνος καὶ ἀ.X.Mem.1.2.54, D.S.17.117, cf. Isoc.8.40, Plb.12.25.2
•c. gen.
τῶν ἄρθρωνHp.Dieb.Iudic.8,
τραυμάτωνE.Andr.259,
τοῦ ποδόςAesop.257.1,
στομάχουAmythaon en Gal.13.983,
πληγῶνPlu.2.8f,
τῶν κροτάφωνGal.12.528,
τῶν ὀδόντωνGal.12.875
•c. giro prep.
ἀ. γίνεται παρ' ὅλονHp.Coac.394
•como término fil., frec.
op. ἡδονήPl.Phd.65c, cf. Pl.Grg.478c, Ph.1.674, esp. entre los epicúreos
φρίκη θεῶν καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνωνPhld.Oec.24.4, cf. Epicur.[1] 137.2, 9, Ep.[4] 129.7, Metrod.7, Diog.Oen.33.6.8
•fig. tormento
αἱ γυναῖκες ... ἀλγηδόνες σφίσι ὀφθαλμῶνHdt.5.18,
ἀλγηδόνες ὀμμάτων αἱ ΠερσίδεςPlu.Alex.21.
2 pena, pesar, sufrimiento
δειλαίας ... ἀλγηδόνοςS.OC 514,
ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνοςE.Med.56,
φρενῶνE.Fr.573,
σῶμ' ὑφεῖσ' ἀλγηδόσιE.Med.24, cf. GVI 1474 (Renea I d.C.).