< †ἀλγεόθυμος·
ἀλγεσίθῡμος >
ἀλγεσίδωρος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
que trae dolor
s. cont., Sapph.172,
Ἔρις
Opp.
H
.2.668,
δακρύων στυγίη χύσις ἀ.
IKPolis
71.19 (II d.C.).