ἀλγεινός, -ή, -όν
I
ἐπιμήνιαHp.Mul.2.146,
διάθεσιςHp.Praec.9,
θάνατοςPl.Ti.81e, cf. IPrusa 55 (II/III d.C.),
τμῆμαPl.Grg.476c,
πληγήArist.Pr.890a37, cf. Ph.1.283,
νόσοιISmyrna 539.1 (I/II a.C.)
•de palabras y sentimientos
πημονήA.Pr.238,
μῦθοςS.Ant.12, cf. El.762,
ἔρωςE.Hipp.775,
ἀλγεινὰ μέν μοι καὶ λέγειν ἐστὶν τάδεA.Pr.197,
μηδὲν ἀλγεινὸν παθώνS.OT 1530,
δίκηE.Ba.1328,
ἀνάγκηX.Mem.3.12.2,
αἴσθησιςPl.Ti.77b
•subst. τὰ ἀ. dolores, sufrimientos
ἔχεις ... ἀλγείν'E.Hel.252,
τῇ τε ὄψει ... ἀλγεινὰ καὶ τῇ γνώμῃTh.7.75,
τὰ μέλλοντα ἀ.Th.2.39,
ταῖς ἐλπίσιν τἀλγεινὰ παραμυθούμενοςMen.Fr.782, cf. Ph.1.127, sg.
τὸ ἔπειτα ἀλγεινόνel dolor futuro D.C.36.14
•compar. adverb.
μᾶλλον δὲ κἀκείνων ἀλγεινότερον ὀδυνώμενοιGr.Nyss.Melet.452.17.
2 dolorido, doliente
ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετοS.OC 1664,
ἀλγειναὶ δ' ἐκάμοντο συνάλικεςAP 7.711 (Antip.Sid.)
•lleno de penas
βίοτοςE.Med.1037,
βίοςX.Cyr.3.3.52, Plu.2.238a.
II adv. -ῶς dolorosamente
ἡδέως ... κἀλγεινῶςS.Ant.436,
φέρεινS.Ph.1011, cf. Pl.Grg.476c.