< Ἀλαζόνιος
ἀλαζοσύνη >
ἀλαζονοχαυνοφλύᾱρος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
charlatán vacío y fanfarrón
Archestr.
SHell
.190.12, cf.
μέθυσος καὶ λῆρος
Sud.