ἀκᾰτάστᾰτος, -ον
I
δίαιταHp.Vict.3.68,
πυρετοίHp.Acut.(Sp.) 20,
καιροί op. καθεστεῶτεςHp.Aph.3.8,
κῦμαD.19.136,
πνεῦμαArist.Pr.941b29,
ἀήρOrac.Sib.1.164
•de pers. voluble, tornadizo Plb.7.4.6,
γνώμηPlu.2.714e, de Sión, LXX Is.54.11
•inseguro
τὸν τὴν οἰκία<ν> μου ἀκατά<σ>τατον ποιοῦνταIKnidos 150B.12 (II/I a.C.).
2 errante, vagabundo
ἀνάστατος καὶ ἀ.Sm.Ge.4.12.
3 desordenado, turbulento
ὁρμαίChrysipp.Stoic.3.166,
πολιτείαD.H.6.74,
πράγματαD.C.38.27.2
•insurrecto
Ῥωμαίοις ἀκατάστατα ἔθνεαOrac.Sib.13.104.
4 medic. que no produce sedimento
ἐναιωρήματαHp.Prorrh.1.32.
II adv. -ως turbulentamente
ἀ. ἔχει τὰ ἐν τῇ πόλειIsoc.21.7.