< ἀκᾰμαντοπόδᾱς
ἀκᾰμαντορόᾱς >
ἀκᾰμαντόπους
,
-πουν
• Morfología:
[gen. -ποδος]
de pie infatigable
ἵππος
Pi.
O
.3.3
•
fig.
incansable
βροντά
Pi.
O
.4.1,
ἀπήνη
Pi.
O
.5.3.