< ἀκᾰμαντολόγχᾱς
ἀκᾰμαντοπόδᾱς >
ἀκᾰμαντομάχᾱς
,
-ᾱ
• Prosodia:
[-μᾰ-]
incansable en la batalla
Ζηνὸς υἱοί
Pi.
P
.4.171, cf.
Fr
.52wf.6.