< Ἀκάλανδρος
Ἀκᾰλανθίς >
ἀκᾰλανθίς
,
-ίδος, ἡ
• Alolema(s):
lacon.
ἀκαλανσίρ
Hsch.
α
2421;
ἀκαλάνθεια
EM
α
606;
ἀκάλανθος
AB
370
orn.
jilguero
,
Carduelis carduelis
(L.)
, Ar.
Pax
1078, Ant.Lib.9.3,
Et.Gen
.
α
290,
Et.Sym
.
α
356
•
epít. burlesco de Ártemis, Ar.
Au
.872, cf. ἀκανθίς.