ἀκύμων, -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I
ἀκύμονα πόντου νῶταE.IT 1444, Ael.NA 15.12,
ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμωνE.Fr.773.39,
ἀ. γαλήνηPh.1.680,
ὄχθαιNonn.D.10.171.
2 fig. tranquilo, sosegado
βίοςPlu.2.8a,
διάθεσιςPlot.1.6.5,
ψυχήPlu.2.1090b.
II estéril, que no concibe
νηδύςE.Andr.158,
γῆMoschio Trag.6.13, cf. Ar.Fr.765, Sud.
• Etimología: V. κυέω.