ἀκύμαντος, -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I
ψάμαθοιE.Hipp.235,
πόδεςOrph.L.39.
2 no batido por las olas, que está sin oleaje
εὐπλοίηAP 9.9 (Polyaen.), cf. Iambl.VP 16,
πέλαγοςLuc.DMar.7.1,
θαλάττηMax.Tyr.25.5
•sinón. de apacible
ὁ χειμέριος εἴσπλους τοῦ θερινοῦ ἀκυμαντότερος ταῖς ὁλκάσινThem.Or.18.221b.
II que no levanta olas
ἐρετμοίNonn.D.2.14,
αὖραιNonn.D.3.36.
III adv. -ως sosegadamente
ἀ. τῆς ἁμαρτίας τὸν κλύδωνα διαπλεύσανταςClem.Al.Paed.3.12.101.