< ἄκιμος
ἀκιναγμός >
ἀκίναγμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾰκῐ-]
sacudida
,
temblor
χειρῶν ἠδὲ ποδῶν
Lyr.Adesp
.122.