ἀκίβδηλος, -ον


I 1auténtico, no falsificado o adulterado νόμισμα Pl.Lg.916d, Luc.Herm.68, χρυσός Hierocl.in CA praef.p.417, γάμος PMasp.97ue.28 (VI d.C.), καθαρὰ καὶ ἀκίβδηλα πωλεῖν Arist.Ath.51.1.

2 honrado, íntegro, sin falsía τὸ μὲν ἀπ' ἡμέων Hdt.9.7, τὸ ἀ. lo auténtico M.Ant.5.5, ἀνήρ Phryn.PS fr.12, cf. Chrysipp.Stoic.3.163.24, εὔνοια Ph.1.454.

II adv. -ως rectamente, sin falsedad ἡ τῆς ἀρετῆς κτῆσις οἷς ἂν ἀ. ταῖς διανοίαις συναυξηθῇ Isoc.1.7, cf. Gloss.2.181.