< ἀκήμων·
ἀκήνιος >
ἀκήμωτος
,
-ον
libre de mordaza
de San Pablo
τὸ στόμα ἀκήμωτον βοᾷ
Chrys.M.61.174,
ὁ βοῦς, ἐργαζόμενος ἐν τῷ ἅλῳ ἀκήμωτος
Const.App
.2.25, cf. Mac.Mag.
Apocr
.3.40 (p.140.17).